αδεξιότητα

αδεξιότητα
αδεξιότητα, η και αδεξιοσύνη, η
έλλειψη επιτηδειότητας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αδεξιότητα — η [αδέξιος] έλλειψη επιδεξιότητας, ανεπιτηδειότητα, ανικανότητα …   Dictionary of Greek

  • ατολμία — Έλλειψη τόλμης, δειλία. Στην ψυχιατρική, α. λέγεται η ψυχολογική ανεπάρκεια που φέρνει διαταραχές στη βούληση, τη διανόηση και την κίνηση (αδεξιότητα). Η α. οφείλεται ή σε απότομους ψυχονευρικούς κλονισμούς ατόμων που παρουσιάζουν βλάβες του… …   Dictionary of Greek

  • αδέξιος — ια, ιο (Α ἀδέξιος, ιον) αυτός που δεν έχει ευχέρεια σε κάτι, ανίκανος, ανεπιτήδειος, ανάξιος, ατζαμής νεοελλ. 1. δειλός, συνεσταλμένος 2. (για περιστάσεις κ.λπ.) απρόσφορος, αντίξοος αρχ. αυτός που δεν χρησιμοποιεί με ευχέρεια το δεξί χέρι, ο… …   Dictionary of Greek

  • αδαημονία — ἀδαημονία, η (Α) [ἀδαήμων] άγνοια, απειρία, αδεξιότητα σχετικά με την εκτέλεση κάποιας πράξης …   Dictionary of Greek

  • αδαημοσύνη — ἀδαημοσύνη, η (AM) [ἀδαήμων] έλλειψη πείρας ή γνώσης, απειρία, αδεξιότητα, αμάθεια, άγνοια …   Dictionary of Greek

  • αδεξιοσύνη — η (Μ ἀδεξιοσύνη) [ἀδέξιος] νεοελλ. η αδεξιότητα* μσν. ατύχημα, αναποδιά …   Dictionary of Greek

  • αναξιότητα — Όρος του κληρονομικού δικαίου. Η ανικανότητα να γίνει κανείς κληρονόμος ενός προσώπου για ορισμένους λόγους, π.χ. επειδή θανάτωσε ή αποπειράθηκε να θανατώσει τους γονείς, τα παιδιά του, την/τον σύζυγό του, εμπόδισε παράνομα τον κληρονομούμενο να… …   Dictionary of Greek

  • ανεπιτηδειότητα — η (Α ἀνεπιτηδειότης) 1. αδεξιότητα, ανικανότητα 2. δυσχέρεια, απροσαρμοστία, ακαταλληλότητα …   Dictionary of Greek

  • ανικανότητα — Παθολογική κατάσταση του άντρα που εκδηλώνεται με αδυναμία στύσης του πέους και μπορεί να οφείλεται σε ανατομικές ανωμαλίες ή λειτουργικές διαταραχές. Από τις ανατομικές ανωμαλίες οι κυριότερες είναι oυποσπαδίας, ο επισπαδίας, οι παθήσεις των… …   Dictionary of Greek

  • αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”